- πνευματοκτόνος
- ος , ον растлевающий, разлагающий; тлетворный;
πνευματοκτόνα αναγνώσματα — растлевающая литература
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματοκτόνα αναγνώσματα — растлевающая литература
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματοκτόνος — ον, Ν αυτός που σκοτώνει το πνεύμα, ο καταστροφικός για την πνευματική υγεία ενός ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + κτόνος (< κτείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 σε έκθεση διαγωνίσματος περί παιδείας] … Dictionary of Greek
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek